σουσουράδα

σουσουράδα
Κοινό όνομα μερικών μικρών στρουθιόμορφων πουλιών της οικογένειας των Σεισοπυγιδών. Ανάλογα με τα είδη, τα πουλιά αυτά, με τα κομψά σχήματα και με τις πολύ χαριτωμένες συχνά κινήσεις, λέγονται καλάνδρες, άνθη και χορευτές: το τελευταίο όνομα, και προπάντων το όνομα σ., δίνονται για το ότι τα στρουθιόμορφα αυτά όταν προχωρούν ανεβοκατεβάζουν την ουρά. Κατά το μεγαλύτερο μέρος οι σ. ζουν και κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε ζώνες κοντά στα νερά. Τρέφονται κυρίως με έντομα, προνύμφες, σκουλήκια, μαλάκια και μικρά καρκινοειδή. Κατά την άνοιξη το αρσενικό της σ. της κίτρινης (budytes flavus) έχει τα ανώτερα τμήματα κίτρινα, ανάμεικτα με κιτρινωπό πράσινο, ενώ το φτέρωμα των μπροστινών και κατώτερων τμημάτων είναι ζωηρό κίτρινο, τα κωπαία και το ουραίο πτερύγιο είναι σκούρα καφέ με λευκές παρυφές και η μακριά ουρά είναι στρογγυλωπή στο άκρο. Η σ. αυτή ζει κατά σμήνη και έχει αρκετά μελωδικό κελάδημα, είναι διαδομένη σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρασίας, ιθαγενής της Ελλάδας και κοινή προπάντων κατά τη φθινοπωρινή διάβασή της. Άλλα είδη, που έχουν την ίδια περίπου γεωγραφική διάδοση, είναι η σ. η λευκή (motacilla alba), η σ. η τεφρά (motacilla cinerea), κι αυτές ιθαγενείς της Ελλάδας, και η σ. άνθος (anthus pratensis). Σουσουράδα η κίτρινη (budytes flavus).
* * *
η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών τού γένους μοτακίλλα τής οικογένειας μοτακιλλίδες, γνωστό με τη λόγια ονομασία σεισοπυγίς, με αρκετά είδη και υποείδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τρία είδη, κν. γνωστά ως κιτρινοσουσουράδα, σταχτοσουσουράδα και λευκοσουσουράδα
2. μτφ. ελαφρόμυαλη, κουτσομπόλα γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *σεισουράδα < *σεισούρα (< σείω + ουρά) + κατάλ. -άδα με προληπτική αφομοίωση τού /i/ (-ει-) σε -ου- (πρβλ. και αρχ. σεισοπυγίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σουσουράδα — η είδος πουλιού, σεισοπυγίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίυγξ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πάνα και της Ηχούς. Ήταν θεράπαινα της κόρης του Ινάχου, Ιούς, και έμπειρη σε φάρμακα και μαγείες που υποδαύλιζαν τον έρωτα, τα οποία χρησιμοποίησε για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Δία για την Ιώ. Σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • κωλοσούσα — η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλό * + σείω, κατά τα θηλ. σε ούσα (πρβλ. σαρανταποδαρούσα), με πιθ. επίδραση τού σουσουράδα] …   Dictionary of Greek

  • μοτακίλλα — η ζωολ. η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motacilla < λατ. motacilla «σουσουράδα» < moto, θαμ. ρ. τού moveo «κουνώ»] …   Dictionary of Greek

  • Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 …   Wikipedia

  • κίλλουρος — κίλλουρος, ὁ (Α) ο κίγκλος*, η σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλ ουρος το β συνθετικό ουρος < ουρά (πρβλ. κόλ ουρος). Ως προς το α συνθετικό, η λ. συνδέεται πιθ. με λέξεις βαλτικών γλωσσών με την ίδια σημ. (πρβλ. λιθουαν. kiele, λεττ. ciēlava),… …   Dictionary of Greek

  • καλάνδρα — (Calandra). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Είναι μικρά, μαύρα ή γαλαζόμαυρα σκαθάρια (κάνθαροι) με μακρύ σώμα και ρύγχος που μοιάζει με προβοσκιδοειδή απόφυση. Τα σημαντικότερα είδη είναι η κ. που προσβάλλει το… …   Dictionary of Greek

  • κιναίδιον — κιναίδιον, τὸ (Α) [κίναιδος] ονομασία τού πτηνού ίυγξ, σουσουράδα, κωλοσούσα …   Dictionary of Greek

  • ποτεκιγκλίζευ — Α φρ. «σεσηρὼς εὖ ποτεκιγκλίζευ καὶ τᾶς δρυὸς εἴχεο τήνας» με λοξό χαμόγελο, από τον πόνο, ωραία τόν είχες στήσει και τόν κούναγες σαν σουσουράδα και είχες αγκαλιάσει αυτήν εκεί τη βαλανιδιά (Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. παρατ. τού άχρηστου ρ.… …   Dictionary of Greek

  • σεισοπυγίδα — η / σεισοπυγίς, ίδος, ΝΜΑ ζωολ. λόγια ελληνική ονομασία τών πτηνών τού γένους motacilla, κν. σουσουράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + πυγή «οπίσθια» + επίθημα ίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”